Osprey ή Ψαραετός, επιστημονική ονομασία Pandion haliaetus, είναι αρπακτικό που ανήκει στην τάξη των Ιερακόμορφων, στην οικογένεια των Πανδιονίδων, της οποίας είναι και ο μοναδικός ζωντανός εκπρόσωπος. Το επιστημονικό του όνομα το πήρε από τον Αθηναίο βασιλιά Πανδίωνα. Έχουν βρεθεί απολιθώματα των προγόνων του ηλικίας δεκατριών εκατομμυρίων ετών στην Καλιφόρνια και στη Φλόριντα.
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Carl von Linné, Καρλ Λιννέ,το 1758 στη Σουηδία, ως Falco haliaeetus. Μεταφέρθηκε όμως στο γένος Pandion από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί, Marie Jules César Lelorgne de Savigny.
Πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο αρπακτικό με τα θηλυκά να είναι μεγαλύτερα από τα αρσενικά. Το μέγεθος των θηλυκών είναι 60-66 εκατοστά και με βάρος 1600-2000 γραμμάρια. Τα αρσενικά είναι 50-55 εκατοστά και βάρος 1200-1600 γραμμάρια. Το άνοιγμα των φτερών κυμαίνεται από 145 μέχρι 170 εκατοστά.
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα στον χρωματισμό του
Ψαραετού είναι μία σκούρα λωρίδα που ξεκινάει από τα μάτια και καταλήγει στο πάνω μέρος του κεφαλιού. Τα πόδια του και το κήρωμα έχουν ανοιχτό μπλε χρώμα ενώ το ράμφος είναι μαύρο. Τα μάτια είναι κίτρινου χρώματος. Λόγω του είδους της διατροφής του έχει μερικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τα άλλα αρπακτικά.
Τα πόδια του είναι ιδιαίτερα μακριά και καταλήγουν σε μακριά και ιδιαιτέρως γαμψά νύχια. Τα δύο δάχτυλα είναι γυρισμένα αντίθετα και στο κάτω μέρος των ποδιών έχει αγκαθωτά λέπια που του επιτρέπουν να πιάνει καλύτερα και πιο σταθερά την λεία του. Το φτέρωμα του είναι πυκνό και επικαλύπτεται με μία ελαιώδη ουσία ενώ τα ρουθούνια του μπορούν να κλείνουν ερμητικά ως προστασία από το νερό όταν βουτάει για να πιάσει τα ψάρια.
Η διατροφή του βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα ψάρια, πολύ σπάνια μπορεί να κυνηγήσει μικρά θηλαστικά, ερπετά και πτηνά. Κυνηγάει συνήθως ψάρια μικρού και μεσαίου μεγέθους ενώ τα είδη είναι ποικίλα και εξαρτώνται από την περιοχή κυνηγιού και την αφθονία του κάθε είδους.
Πρόκειται για ένα μονογαμικό είδος, σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν υπάρχουν πολλές φωλιές σε μικρή απόσταση, μπορεί να παρατηρηθούν φαινόμενα πολυγαμίας. Το θηλυκό εναποθέτει από δύο μέχρι τέσσερα αβγά με διαφορά μία με δύο μέρες το ένα από το άλλο.
Η επώαση ξεκινάει αμέσως μετά την εναπόθεση του πρώτου αβγού και οι νεοσσοί εκκολάπτονται με την σειρά που εναπόθεσης των αβγών. Σε όλη την περίοδο της επώασης και μέχρι οι νεοσσοί να πετάξουν από την φωλιά το αρσενικό εξασφαλίζει την τροφή για το θηλυκό και για τους νεοσσούς. Η επώαση διαρκεί περίπου 40 ημέρες. Μετά την εκκόλαψη οι νεοσσοί μεγαλώνουν γρήγορα και είναι έτοιμοι να πετάξουν σε ηλικία 48 με 76 ημερών.
Στην Ελλάδα δεν αναπαράγεται πλέον. Μέχρι το 1924, φώλιαζε στη λίμνη Δοϊράνη ενώ στον Έβρο φώλιασε για τελευταία φορά το 1966 οπότε η φωλιά του καταστράφηκε σκόπιμα. Τώρα απαντάται σαν περαστικός κατά τη μετανάστευση.
Περνάει το Μάρτιο και τον Απρίλιο, πηγαίνοντας βόρεια, δίπλα σε μεγάλες λίμνες και ποτάμια όπου παραμονεύει για φρέσκα ψάρια, συνήθως πάνω σε ξερά δέντρα ή σε βράχους κοντά στο νερό. Ξαναπερνάει από τη χώρα μας το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, ταξιδεύοντας αυτή τη φορά προς το Νότο. Τότε είναι συνηθισμένος κυρίως στους υγροτόπους της Δυτικής Ελλάδας. MyPhotoPics