«Οι αδερφοφάδες», Νίκος Καζαντζάκης (μικρό απόσπασμα)

Σ’ ένα μικρό πεντακάθαρο ρυάκι είδε ένα γέρο να σκύβει και να βλέπει, βαθιά αφοσιωμένος, το νερό να τρέχει. Ζύγωσε· έσκυψε να δει τι να θωρούσε με τόση προσοχή ο γερός· δεν είδε τίποτα, μονάχα το νερό να τρέχει.
– Τι βλέπεις, παππού; ρώτησε παραξενεμένος. Σήκωσε ο γέρος το κεφάλι, χαμογέλασε θλιμμένος:
– Τη ζωή μου που τρέχει και χάνεται, παιδί μου, αποκρίθηκε· τη ζωή μου που τρέχει και χάνεται…
– Μη θλίβεσαι, παππού, ξέρει αυτή που πάει, κατά τη θάλασσα· όλες οι ζωές του κόσμου κατά κει πάνε, παππούλη.
Ο γέρος αναστέναξε:
– Ναι, παιδί μου, είπε· και γι’ αυτό η θάλασσα είναι αρμυρή· είναι από τα δάκρυα.
Έσκυψε πάλι στο νερό που έτρεχε και χάνονταν και πια δε μεταμίλησε.
 "Οι αδερφοφάδες", Νίκος Καζαντζάκης
    MyPhotoPics