Σ’ ένα μικρό πεντακάθαρο ρυάκι είδε ένα γέρο να σκύβει και να βλέπει, βαθιά αφοσιωμένος, το νερό να τρέχει. Ζύγωσε· έσκυψε να δει τι να θωρούσε με τόση προσοχή ο γερός· δεν είδε τίποτα, μονάχα το νερό να τρέχει.
– Τι βλέπεις, παππού; ρώτησε παραξενεμένος. Σήκωσε ο γέρος το κεφάλι, χαμογέλασε θλιμμένος:
– Τη ζωή μου που τρέχει και χάνεται, παιδί μου, αποκρίθηκε· τη ζωή μου που τρέχει και χάνεται…
– Μη θλίβεσαι, παππού, ξέρει αυτή που πάει, κατά τη θάλασσα· όλες οι ζωές του κόσμου κατά κει πάνε, παππούλη.
Ο γέρος αναστέναξε:
– Ναι, παιδί μου, είπε· και γι’ αυτό η θάλασσα είναι αρμυρή· είναι από τα δάκρυα.
Έσκυψε πάλι στο νερό που έτρεχε και χάνονταν και πια δε μεταμίλησε.
"Οι αδερφοφάδες", Νίκος Καζαντζάκης
MyPhotoPics
– Τι βλέπεις, παππού; ρώτησε παραξενεμένος. Σήκωσε ο γέρος το κεφάλι, χαμογέλασε θλιμμένος:
– Τη ζωή μου που τρέχει και χάνεται, παιδί μου, αποκρίθηκε· τη ζωή μου που τρέχει και χάνεται…
– Μη θλίβεσαι, παππού, ξέρει αυτή που πάει, κατά τη θάλασσα· όλες οι ζωές του κόσμου κατά κει πάνε, παππούλη.
Ο γέρος αναστέναξε:
– Ναι, παιδί μου, είπε· και γι’ αυτό η θάλασσα είναι αρμυρή· είναι από τα δάκρυα.
Έσκυψε πάλι στο νερό που έτρεχε και χάνονταν και πια δε μεταμίλησε.
"Οι αδερφοφάδες", Νίκος Καζαντζάκης
MyPhotoPics