Ανακαλύφθηκε το 1870 από τον Έντμουντ Γουάτ και τον Χένρι Άλφρεντ Άλφορντ Νίκολς, δύο άγγλους που εργαζόταν εκείνη την εποχή στη Δομινίκα. Το 1875 ανατέθηκε στον Χένρι Πρεστόε, κυβερνητικό βοτανολόγο και στον Νίκολς να διερευνήσουν αυτό το φυσικό φαινόμενο.
Έκαναν μέτρηση της θερμοκρασίας του νερού και βρήκαν ότι κυμαίνονταν από 82-92 ° C κατά μήκος των ακτών αλλά δεν μπορούσαν να μετρήσουν τη θερμοκρασία στο κέντρο όπου η λίμνη βράζει περισσότερο. Το βάθος ξεπέρναγε τα 59 μ αλλά το βάθος της λίμνης παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα.
Η λίμνη βρίσκεται στον πυθμένα μιας μεγάλης λεκάνης απορροής. Πιο συγκεκριμένα, είναι μια πλημμυρισμένη φουμαρόλη, ένα άνοιγμα, ρωγμή ή τρύπα, στη γήινη φλούδα, που βρίσκεται κοντά σε ένα ηφαίστειο, το οποίο εκπέμπει ατμό και αέρια που διαφεύγουν από λιωμένο μάγμα. Το γαλάζιο-μπλε νερό της λίμνης μοιάζει με ένα τεράστιο δοχείο μαγειρέματος νερού με ατμού σε μάτι κουζίνας.
Το νερό της λεκάνης αναπληρώνεται από βροχοπτώσεις και δύο μικρά ρέματα που εκρέουν στην περιοχή, στη συνέχεια βυθίζεται στη λάβα και θερμαίνεται στο σημείο βρασμού. Ο αέρας γύρω από την περιοχή είναι ζεστός και υγρός, εμπεριέχοντας την άσχημη και ακάθαρτη οσμή του θείου.
Ο κοντινότερος δρόμος απέχει περίπου 8 χιλιόμετρα από την λίμνη και είναι ένας διάσημος προορισμός για πεζοπορία. Ωστόσο, οι πεζοπόροι προειδοποιούνται να μην πάνε πολύ κοντά στην άκρη της λίμνης διότι το 1904 δύο πεζοπόροι έχασαν τη ζωή τους πέφτοντας στην λίμνη. Είχαν αποτολμήσει να πάνε πολύ κοντά στη λίμνη για να τραβήξουν φωτογραφίες και κάηκαν.
Στις 6 Ιουλίου 2007, ο Ελληνοκαναδός παραγωγός ταινιών περιπέτειας Γιώργος Κουρούνης έγινε ο πρώτος άνθρωπος που πέρασε τη βρασμένη λίμνη από πάνω, με βοήθεια σχοινιών πάνω από το πιο επικίνδυνο τμήμα. Το γεγονός αυτό γυρίστηκε για την τηλεοπτική σειρά "Angry Planet".