κέντρο της Αθήνας. Υπήρξε o μεγαλύτερος ναός της Ελλάδας κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Παυσανίας (Α' 18, 8) αναφέρει, ο,τι πρωτοδημιουργήθηκε από τον γενάρχη των Ελλήνων, Δευκαλίωνα.
Κατά μια άλλη άποψη, άρχισε να κτίζεται κατά το β' τέταρτο του έκτου αιώνα π.Χ. από τον τύραννο Πεισίστρατο 561 - 527 π.Χ. αλλά το έργο εγκαταλείφθηκε όταν αυτός πέθανε και ακολούθησαν αναταραχές στο Αθηναϊκό κράτος. Αρχιτέκτονες του έργου αναφέρονται οι Αντιστάτης, Κάλλαισχρος, Αντιμαχίδης καί Φόρμος. Αλλού, αντί για τον Φόρμο στη βιβλιογραφία αναφέρεται ο Πωρίνος.
Το 86 π.Χ., όταν οι ελληνικές πόλεις περιήλθαν υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία, ο στρατηγός Κορνήλιος Σύλλας μετέφερε κίονες από τον ναό στη Ρώμη, για να κοσμήσει τα κτήρια του Καπιτωλίου (ίσως το ναό του Jupiter Optimus Maximus στο Καπιτώλιο). Οι κίονες αυτοί επηρέασαν τη διάδοση και άνθιση του κορινθιακού ρυθμού στην Ρώμη.
Κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο, είχε 96 μέτρα μήκος στις άκρες του και 40 μέτρα στην ανατολική και δυτική πρόσοψη. Είχε 104 κίονες Κορινθιακού ρυθμού, ο καθένας 17 μέτρα ύψος, 2,6 μέτρα διάμετρο και βάρος 364 τόνους περίπου. 48 κίονες στέκονταν σε τριπλή σειρά κάτω από τα αετώματα και 56 σε διπλή σειρά στα άκρα. Μόνο 15 από τους αρχικούς κίονες του ναού παραμένουν όρθιοι σήμερα.
Ένας θυελλώδης άνεμος έριξε έναν κίονα το 1852, ο οποίος παρέμεινε έκτοτε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Ο ναός ανασκάφηκε την περίοδο 1889-1896 από τον Φράνσις Πένροουζ (Francis Penrose) της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας, το 1922 από το Γερμανό αρχαιολόγο Γκάμπριελ Βέλτερ (Gabriel Welter) και από το 1960 από Έλληνες αρχαιολόγους με επικεφαλής τον Ιωάννη Τραυλό.
Σήμερα ο ναός αποτελεί υπαίθριο επισκέψιμο μουσείο, μέρος της ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας. Ως ιστορικός χώρος προστατεύεται και επιβλέπεται από την Εφορεία αρχαιοτήτων.