(και βασικά να εκμεταλλευτούν εμπορικά το λιμάνι). Τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο.
Οι Έλληνες κατέλαβαν το κάστρο στην επανάσταση του 1821 αλλά φαίνεται ότι δεν το κράτησαν γιατί αναφέρεται ότι παρέμεινε μια μικρή τουρκική δύναμη σε αυτό. Οι Τούρκοι αποχώρησαν το 1828 όταν οι δυνάμεις του Γιουσούφ πασά που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή κατατροπώθηκαν από τον Μπότσαρη. Επισήμως, η Βόνιτσα αποδόθηκε στο Ελληνικό Κράτος μαζί με την υπόλοιπη Ακαρνανία στις 17 Απριλίου 1832.
Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρώσεων και των κτισμάτων που σώζονται σχεδιάστηκαν από Ενετούς μηχανικούς πάνω στα παλιά βυζαντινά ερειπωμένα τείχη. Έχει έκταση 105 στρέμματα και το ανώτατο σημείο του είναι σε υψόμετρο 65 μέτρων από τη θάλασσα.
Παρουσιάζει την τυπική τριμερή διάταξη και δομή των μεσοβυζαντινών καστροπολιτειών. Αποτελείται από την άνω ακρόπολη, την κάτω ακρόπολη και τη Χώρα, δηλαδή την οχυρωμένη κάτω πόλη που ήταν το επίκεντρο του αστικού, οικονομικού και θρησκευτικού βίου.
Ο περίβολος της ακρόπολης έχει ακανόνιστο ατρακτοειδές σχήμα μήκους 265 και πλάτους 150 μέτρων, με προσανατολισμό από ΒΔ προς ΝΑ περικλείοντας έκταση 34 στρεμμάτων.
Βορειοδυτικά της ακρόπολης ορθώνεται ένα κτίριο σχεδόν κυκλικό το οποίο σήμερα είναι ναός αφιερωμένος στην αγία Σοφία, ενώ λίγα βήματα πιο πέρα σώζεται ένα κτίριο, με οροφή που εσωτερικά στηρίζεται σε τόξα, το οποίο κάποτε θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί σαν αποθήκη.
Οι ευρείες προθήκες και αλλαγές του 17ου και 18ου αιώνα κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό τα βυζαντινά στοιχεία του κάστρου και του έδωσαν τη σημερινή μορφή του. Εξετάζοντας προσεκτικά το κάστρο διαπιστώνει κανείς ότι ο αρχιτέκτονας ενέταξε στο σχέδιο του και αξιοποίησε όλες τις ανωμαλίες του βράχου και κατάφερε να εξασφαλίσει το φρούριο από στεριά και θάλασσα και να το καταστήσει απρόσβλητο ακόμη και αν το υπερασπιζόταν μικρή φρουρά.