Ανάλογα με την ποικιλία του δέντρου, τα σπέρματα είναι γλυκά ή πικρά. Τα αμύγδαλα περιέχουν 25-40% αμυγδαλέλαιο, που χρησιμοποιείται στη φαρμακοποιία, την κοσμετολογία και στην αρωματοποιία. Τα αμύγδαλα περιέχουν 18% πρωτεΐνη. Σε πολλά κράτη, τα χρησιμοποιούν για την ίαση από νευρικές και διατροφικές ανωμαλίες, καθώς και για την πρόληψη του καρκίνου.
Τρώγονται ωμά ή ψημένα ή και αλατισμένα. Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Χετταίοι, οι Ρωμαίοι και οι Ευρωπαίοι τον Μεσαίωνα τα χρησιμοποιούσαν και στην μαγειρική, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα.
Επίσης, καβουρντισμένα και τριμμένα, λιωμένα ή ολόκληρα χρησιμοποιούνται και στη ζαχαροπλαστική. Στην Ελλάδα γνωστά γλυκά που παρασκευάζονται με βάση τα αμύγδαλα είναι τα αμυγδαλωτά.
Η παραγωγή αμυγδάλων στην Ελλάδα συγκεντρώνεται κυρίως στη Θεσσαλία, στην περιοχή Αλμυρός. Η λήψη της ψίχας του αμυγδάλου επιτυγχάνεται από ειδικά μηχανήματα (αμυγδαλοσπαστήρας). Στην Ελλάδα, οι κυριότερες παραγόμενες ποικιλίες είναι η φερενιά (ferragnes) και το τέξας (texas).
Τα πικρά αμύγδαλα αναπτύσσουν, όταν ο καρπός πληγωθεί ή υποστεί μηχανική παραμόρφωση, ένα πολύ ισχυρό δηλητήριο, το υδροκυάνιο.
Tα αμύγδαλα αποτελούν το πιο πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά είδος ξηρών καρπών. Μια μερίδα (περίπου 20 αμύγδαλα) είναι εξαιρετική πηγή βιταμίνης Ε και μαγνησίου, πρωτεΐνης και φυτικών ινών, προσφέρουν κάλιο, φώσφορο, σίδηρο, μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, αποδίδουν χαμηλά επίπεδα κορεσμένων λιπαρών και καθόλου χοληστερόλη. Είναι επίσης πολύ καλή πηγή ασβεστίου.