Το μνημείο είναι σφηνωμένο πάνω σε ένα πανύψηλο και κατακόρυφο βράχο της δυτικής όχθης του Γορτύνιου Λούσιου, σε όλο το μήκος μιας φυσικής κοιλότητας μήκους 128 μ. και πλάτους 0,60 μ.-8 μ. Η μονή σε όλο σχεδόν το μήκος της κοιλότητας ήταν περιτοιχισμένη με ψηλό τείχος που είχε φυλάκιο και στενές θυρίδες-παρατηρητήρια για την προστασία της από τους επιδρομείς.
Μέσα στο τείχος υπήρχαν το διώροφο κτιριακό συγκρότημά της, το καθολικό, τα κελιά οι βοηθητικοί χώροι. Ακόμη, στέρνες για την αποθήκευση νερού. Κολλημένος πάνω στο βράχο υπάρχει ακόμη ένας αγωγός από κεραμίδια που έφερνε στους μοναχούς το νερό από πηγή ψηλά στο βράχο. Δίπλα στο καθολικό το οστεοφυλάκιο.Το καθολικό στον τύπο του τετράστηλου εγγεγραμμένου σταυρού με οκταγωνικό τρούλλο ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Τα ελάχιστα περισωθέντα δείγματα της αγιογράφησης του ναού, αναφέρει ο κ. Τάσος Γριτσόπουλος, ιστορικός-συγγραφέας, εντυπωσιάζουν με τη λιτότητα των χρωματικών τόνων, τη δυνατή έκφραση των μορφών, το ήρεμο πάθος στη σύνθεση, την κατανυκτικότητα, το σεβασμό προς το δόγμα. Ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, από τα ωραιότερα μνημεία της Βυζαντινής Τέχνης.
Kατά τη παράδοση λειτουργούσε εκεί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σχολείο που αργότερα εξελίχθηκε σε σπουδαία ιερατική σχολή που λειτούργησε στη Νέα Μονή. Στη Σχολή αυτή φοίτησε πλήθος δασκάλων, ιερέων, μοναχών, ανωτέρων κληρικών, καθώς και ηγετικές μορφές της Εκκλησίας. Από αυτήν αναδείχτηκαν τέσσερις πατριάρχες Ιεροσολύμων, δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες και πολλοί ανώτατοι εκκλησιαστικοί άνδρες (Γρηγόριος ο Ε΄ Παλαιών Πατρών Γερμανός).