Οι περισσότερες ποικιλίες έχουν άνθη με λευκό χρώμα.
Υπάρχουν όμως και κερασιές που κάνουν ροζ, κίτρινα ή πράσινα άνθη. Επιπλέον, την περίοδο της ανθοφορίας είναι πιθανό να αλλάξει το χρώμα του άνθους μιας κερασιάς: για παράδειγμα, ένα άνθος μπορεί να ανοίξει με λευκό χρώμα και με το πέρασμα των ημερών να αλλάξει σε ροζ.
Καλλιεργείται για το νόστιμο καρπό της, το κεράσι, ενώ υπάρχουν και ποικιλίες που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά δέντρα. Χρησιμοποιείται όμως και το ξύλο της, που είναι ανθεκτικό στην υγρασία, στην κατασκευή επίπλων, αλλά και μουσικών οργάνων και ηχείων, καθώς δίνει καλύτερη ακουστική.
Υπάρχουν δύο τύποι κερασιών και εκατοντάδες ποικιλίες. Το γλυκό κεράσι, γνωστό και ως Prunus avium και το ξινό κεράσι, γνωστό ως βύσσινο. Από τις γλυκές ποικιλίες, ιδιαίτερες προτιμήσεις συγκεντρώνει αυτή με τους μεγάλους, βαθυκόκκινους και χυμώδεις καρπούς.
Είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικές ουσίες, σε Β1, Β2, Β3, Βιταμίνη Α και Βιταμίνη C καθώς και σε φυλλικό οξύ. Παρέχουν επίσης στον οργανισμό σίδηρο, ασβέστιο, μαγνήσιο, φώσφορο, κάλιο και χαλκό. Τις θρεπτικές αυτές ιδιότητες τις λαμβάνουμε κυρίως από τη φλούδα του φρούτου.
Ζει περίπου εξήντα χρόνια και η καρποφορία αρχίζει από τον τέταρτο χρόνο της ζωής της, ενώ μεγάλες αποδόσεις έχει μετά τον εικοστό χρόνο. Ανθίζει σχετικά νωρίς και έτσι είναι δυνατό να υποστεί ζημιές στους ανθούς της από παγετό ή δυνατό ψύχος. Ευδοκιμεί σε διάφορους τύπους εδαφών και προτιμά κυρίως αυτά που δεν περιέχουν ασβέστιο.
Όσο για τον τόπο καταγωγής το, κανείς δεν ξέρει να πει με σιγουριά. Ωστόσο, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι προερχόταν από τη Μικρά Ασία και πιο συγκεκριμένα από την πόλη της Κερασούντας κοντά στον Εύξεινο Πόντο. Στην Ελλάδα παράγονται στον Κολινδρό Πιερίας, στην Έδεσσα, στα Γρεβενά, στη Βόρεια Χίο και σε αρκετές άλλες περιοχές της βόρειας κυρίως Ελλάδας.