Μετά τον προσηλυτισμό των κατοίκων της Αρμενίας στον Χριστιανισμό στις αρχές του 4ου αιώνα, μετατράπηκε σε βασιλική θερινή κατοικία της Khosrovidukht, αδελφής του Τιριδάτη Γ'. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές δεν ήταν ναός αλλά τάφος και έτσι διασώθηκε από την καθολική καταστροφή των παγανιστικών δομών.
Κατέρρευσε στο σεισμό του 1679. Το ενδιαφέρον κατά τον 19ο αιώνα οδήγησε σε ανασκαφές στην περιοχή στα μέσα του 20ου αιώνα και την ανακατασκευή του μεταξύ του 1969 και του 1975. Είναι το μόνο γνωστό ελληνορωμαϊκό περίστυλο κτίριο στην Αρμενία και το μόνο τέτοιου είδους οικοδόμημα που διασώζεται στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Ο ναός βρίσκεται στην άκρη ενός τριγωνικού γκρεμού και είναι
μέρος του φρουρίου στο Γκαρνί, ενός από τα παλαιότερα κάστρα στην Αρμενία. Είναι ένα από τα κύρια τουριστικά αξιοθέατα στην Αρμενία και το κεντρικό ιερό του Αρμενικού Νεοπαγανισμού.Στο κέντρο του ναού υπάρχει μια βάση με ύψος 7,132 μέτρα, μήκος 7,98 μέτρα και πλάτος 5,05 μέτρα. Λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους του σηκού, πιθανολογείται ότι βρισκόταν εκεί ένα άγαλμα και ότι οι τελετές πραγματοποιούνταν στον εξωτερικό χώρο.
Η βάση φωτίζεται από δύο πηγές: την δυσανάλογα μεγάλη είσοδο, 2,29 επί 4,68 μέτρα και το άνοιγμα στην οροφή, 1,74 επί 1,26 μέτρα.
Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του ναού είναι άγνωστη και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι χτίστηκε το 77 μ.Χ., κατά το ενδέκατο έτος της βασιλείας του βασιλιά Τιριδάτη Α΄.
Το 1945 ο ζωγράφος Martiros Saryan ανακάλυψε μια ελληνική επιγραφή, που έχρηζε τον Τιριδάτη τον Ήλιο ως ιδρυτή του ναού. Η επιγραφή πιθανώς προήλθε από τον τοίχο του φρουρίου Γκαρνί και όχι από τον ίδιο τον ναό, έχει υποστεί ζημιές και είναι δυνατές διάφορες αναγνώσεις της. Μια πιθανή ανάγνωση και μετάφραση είναι: "Ο Θεός Ήλιος Τιριδάτης, αδιαφιλονίκητος βασιλιάς της Μεγάλης Αρμενίας έχτισε το ναό και το απόρθητο φρούριο στο ενδέκατο έτος της βασιλείας του, όταν ο Mennieay ήταν hazarapet, χιλίαρχος και ο Amateay ήταν sparapet, στρατηγός-διοικητής".Στο δάπεδο του ναού δεσπόζει το ψηφιδωτό που γράφει, βεβαίως ΕΛΛΗΝΙΚΑ:
"Μηδέν λαβόντες ηργασάμεθα"
Δηλαδή: Εργασθήκαμε χωρίς να λάβουμε το παραμικρό (χωρίς αμοιβή).