Η εξάπλωση του Μουστακαλή στην Ελλάδα περιορίζεται στους μεγάλους υγροβιότοπους της Μακεδονίας και της Θράκης. Εμφανίζεται σε μικρούς σχετικά αριθμούς κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ την άνοιξη μεταναστεύει στους τόπους αναπαραγωγής του, στην βόρεια Ευρώπη.
Ζει και αναπαράγεται αποκλειστικά σε καλαμιώνες που βρίσκονται σε όχθες πλουσίων σε συστατικά συστημάτων γλυκού ή υφάλμυρου (κυρίως λίμνες και έλη), συνήθως με την παρουσία βλάστησης από βούρλα και συναφή είδη.
Τρέφεται με έντομα που πιάνει στην επιφάνεια του νερού ή στον αέρα, αλλά και με σπόρους που τους συλλέγει πολλές φορές κρεμασμένος ανάποδα στα καλάμια.
Στο είδος εμφανίζεται χρωματικός φυλετικός διμορφισμός, το αρσενικό δηλαδή είναι διαφορετικό από το θηλυκό, όσον αφορά στους χρωματισμούς του πτερώματος. Η ίριδα και στα δύο φύλα είναι πορτοκαλοκίτρινη ενώ οι ταρσοί και τα πόδια είναι σταχτόμαυρα.
Τα ενήλικα αρσενικά έχουν μπλε-γκρίζο κεφάλι με ένα
χαρακτηριστικό ζεύγος κρεμαστά μαύρα μουστάκια και λευκή λωρίδα στο λαιμό, το κάτω μέρος της βενταλωτής ουράς του είναι λευκό. Το ράμφος τους είναι πορτοκαλοκίτρινο.
Τα ενήλικα θηλυκά είναι πιο "θαμπά" σε χρώματα με εντελώς στιλπνό, καφέ κεφάλι και σώμα, εκτός από τις κατά τόπους μαύρες ραβδώσεις στην κορυφή του κεφαλιού και το οπίσθιο τμήμα του τραχήλου, τους λείπουν τα χαρακτηριστικά "μουστάκια" και το ράμφος είναι μπεζ-καφέ, χωρίς πορτοκαλί απόχρωση.
Η γέννα πραγματοποιείται αργά το Μάρτιο ή στις αρχές Απριλίου και αποτελείται από 5-7 μικρά αυγά, διαστάσεων 17,6 Χ 14 χιλιοστών. Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί 12-13 ημέρες, περίπου.