Ασπροπάρης, είδος γύπα

Ο Ασπροπάρης είναι είδος γύπα, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Neophron percnopterus και περιλαμβάνει 3 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος N. p. percnopterus. Αυτήν την στιγμή (2021) μετρά μόνο 3 ζευγάρια σε όλη την Ελλάδα.

Όταν μεταναστεύουν μπορούν να καλύψουν έως και 500
χιλιόμετρα σε μία ημέρα
μέχρι να φτάσουν στο νότιο άκρο της Σαχάρας, συνολικά 3.500- 5.500 χιλιόμετρα από τις καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής. Στην Ελλάδα, έρχεται για να αναπαραχθεί στα μέσα Μαρτίου και, φεύγει αργά το Σεπτέμβριο για την Αφρική και την Αραβία, όπου και ξεχειμωνιάζει.

Το πτέρωμα των ενηλίκων είναι λευκό, με μαύρα πρωτεύοντα ερετικά φτερά. Συνήθως εμφανίζονται με φτέρωμα σε απόχρωση σκουριάς ή καφέ, που προέρχεται από λάσπη ή από πλούσια σε σίδηρο εδάφη. Άτομα σε αιχμαλωσία που δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό χώμα έχουν ολόλευκο πτέρωμα. 



Η ουρά είναι λευκή, σφηνοειδούς σχήματος και, αποτελεί σημαντικό διαγνωστικό στοιχείο κατά την πτήση.

Το ράμφος είναι μαύρο στην άκρη του, ισχυρό, γαμψό και αρκετά μακρύ (σχεδόν ισόμηκες με το κεφάλι) με κήρωμα που υπερβαίνει το μισό τού ολικού μήκους του. Τα ρουθούνια είναι οριζόντια και έχουν σχήμα ελλειπτικό. Το δέρμα του προσώπου των ενηλίκων είναι κίτρινο και, χωρίς πτέρωμα κάτω στο λαιμό, ενώ στο πίσω μέρος του κεφαλιού σχηματίζεται ένα είδος χαίτης. 

Τα πόδια είναι ροζ στα ενήλικα και γκρι στα ανήλικα άτομα. Τα
νύχια είναι μακριά και ίσια, ενώ το τρίτο και το τέταρτο δάχτυλο είναι ελαφρά συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνη στη βάση τους. Τα φύλα είναι όμοια, αλλά τα αρσενικά αναπαραγωγής έχουν μια βαθύτερη πορτοκαλί απόχρωση στο δέρμα του προσώπου σε σχέση με τα θηλυκά.


Τρέφεται με ζωική ύλη, θνησιμαία, αλλά και σκουπίδια ή περιττώματα. Από τους οργανισμούς, προς τους οποίους στρέφεται σπανιότερα, προτιμάει τα σκαθάρια, σαλιγκάρια, καρκινοειδή ή μικρές σαύρες.

Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει την άνοιξη. Οι
ασπροπάρηδες είναι μονογαμικά πτηνά και τα «πετυχημένα» ζευγάρια μπορεί να διατηρηθούν για περισσότερο από μία περίοδο αναπαραγωγής και οι ίδιες φωλιές μπορεί να επαναχρησιμοποιηθούν κάθε χρόνο.


Η συνήθης γέννα αποτελείται από δύο πιτσιλωτά αβγά που επωάζονται εναλλάξ και από τους δύο γονείς. Οι γονείς αρχίζουν την επώαση από το πρώτο αβγό, το οποίο εκκολάπτεται μετά από περίπου 42 ημέρες. 

Το δεύτερο αβγό μπορεί να εκκολαφθεί τρεις έως πέντε ημέρες αργότερα. Σε γκρεμούς, όπου οι φωλιές βρίσκονται η μία κοντά στην άλλη, τα μικρά πουλιά είναι γνωστό ότι σκαρφαλώνουν σε γειτονικές φωλιές για να «κλέψουν» τροφή. 

Οι νεοσσοί πετούν και αφήνουν τη φωλιά μετά από 90 έως 110
ημέρες, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν εξαρτημένοι από τους γονείς τους για διάστημα τουλάχιστον ακόμη ενός μηνός. Το πλήρες φτέρωμα των ενηλίκων αποκτάται κατά το τέταρτο ή το πέμπτο έτος.

   MyPhotoPics