Εμού

Το εμού είναι πτηνό της τάξης των Καζουαριόμορφων και της οικογένειας των Δρομεϊδών, και το μεγαλύτερο ιθαγενές πουλί της Αυστραλίας
καθώς και το μόνο σωζόμενο μέλος του γένους Dromaius. Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο πουλί στον κόσμο σε ύψος, μετά από την στρουθοκάμηλο. Υπάρχουν τρία υποείδη εμού  και απαντάται στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Αυστραλίας.
Είναι πουλί μεν αλλά δεν μπορεί να πετάξει, έχει μαλακά, καφέ φτερά και ύψος που φθάνει μέχρι και 2 μέτρα. Έχει μακρύ λεπτό λαιμό και μακριά λεπτά πόδια. Μπορούν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις με έναν γρήγορο και οικονομικό τροχασμό και, σε περίπτωση ανάγκης, μπορούν να φτάσουν την ταχύτητα των 50 χιλιομέτρων την ώρα. 
Τα μακριά πόδια τους επιτρέπουν να κάνουν διασκελισμούς μήκους μέχρι και 2,75 μέτρων. Ζουν όταν οι περιστάσεις το απαιτούν νομαδικά και μπορούν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις για να βρουν τροφή.  
Τρέφονται με ποικιλία φυτών και εντόμων, αλλά μπορούν να επιβιώσουν εβδομάδες χωρίς τροφή. 
Καταπίνουν πέτρες, θραύσματα γυαλιού και κομμάτια μετάλλου για να αλέσουν την τροφή στο πεπτικό τους σύστημα. Πίνουν σπάνια, αλλά λαμβάνουν άφθονα υγρά, όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Μπορούν να καθίσουν στο νερό και έχουν την ικανότητα να κολυμπούν. Είναι περίεργα πτηνά που ακολουθούν και παρακολουθούν τα άλλα ζώα και τους ανθρώπους.
Χρησιμοποιούν τα ισχυρά πόδια τους ως μηχανισμό άμυνας. Τα πόδια τους είναι μεταξύ των ισχυρότερων όλων των ζώων και μπορούν να σχίσουν μεταλλικά συρματοπλέγματα. Είναι προικισμένα με οξύτατη όραση και ακοή, που τους επιτρέπουν να ανιχνεύουν τα αρπακτικά ζώα στην περιοχή. 
Το φτέρωμα ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή, ώστε να ταιριάζει με το περιβάλλον και να βελτιώσει το καμουφλάζ. Η κατασκευή των φτερών αποτρέπει τη μεταφορά θερμότητας στο δέρμα, επιτρέποντας στο εμού να είναι ενεργό ακόμα και κατά την κάψα του μεσημεριού. Μπορούν να αντέξουν ένα ευρύ φάσμα θερμοκρασιών και να ρυθμίσουν την θερμοκρασία τους αποτελεσματικά.

Τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι δύσκολο να τα διακρίνει κανείς οπτικά, αλλά διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος των δυνατών ήχων που εκπέμπουν μέσω ενός φουσκωτού σάκου που βρίσκεται στον λαιμό.


Αναπαράγονται τον Μάιο και τον Ιούνιο και δεν είναι μονογαμικά, συνηθισμένες είναι οι μάχες μεταξύ των θηλυκών για ένα σύντροφο. Τα θηλυκά μπορούν να ζευγαρώσουν και να γεννήσουν αρκετές φορές σε μία εποχή. Παίρνουν βάρος πριν από την εποχή αναπαραγωγής, και τα αυγά επωάζονται από το αρσενικό, το οποίο έχει σημαντική απώλεια βάρους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ​​αφού το ίδιο δεν τρώει.


Τα αυγά εκκολάπτονται μετά από περίπου οκτώ εβδομάδες και οι νεοσσοί φροντίζονται από τα αρσενικά. Είναι ενεργοί και μπορούν να αφήσουν τη φωλιά μετά από λίγες μέρες εκκόλαψης. 



Φτάνουν μέχρι περίπου 12 εκατοστά σε ύψος αρχικά, ζυγίζουν 0.5 κιλό και έχουν ιδιαίτερες καφέ και κρεμ λωρίδες για καμουφλάζ, οι οποίες χάνονται μετά από τρεις μήνες περίπου. Οι νεοσσοί εμού φθάνουν σε πλήρες μέγεθος μετά από περίπου έξι μήνες, αλλά μπορούν να μείνουν με την οικογένειά τους, μέχρι την επόμενη περίοδο αναπαραγωγής μισό χρόνο αργότερα. Μπορούν να ζήσουν μεταξύ 10 και 20 ετών στην άγρια ​​φύση.
    MyPhotoPics