Ο Καταπέλτης υπήρξε περίφημη αρχαία πολεμική μηχανή με την οποία αρχικά εκσφενδονίζονταν βέλη και αργότερα ακόντια και λίθοι. Εφευρέθηκε στη Σικελία περί το 399 π.Χ. και κυριάρχησε ως πολεμικό μέσο πολλών λαών μέχρι την ανακάλυψη της πυρίτιδας, αλλά και
ακόμα νεότερα.
Ο Καταπέλτης, λεγόμενος και οξυβελής ήταν ένα βαρύ "εκηβόλο όπλο", (όπλο που βάλλει σε μεγάλη απόσταση), που ανήκε στα χαρακτηριζόμενα κατά την αρχαιότητα "αφετήρια όργανα" ή "πολεμικές μηχανές" που εξακόντιζε βέλη και ακόντια. Εφευρέθηκε στη Σικελία από τους μηχανικούς που είχε προσκαλέσει ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος το 399 π.Χ. κατά τις προπαρασκευές που έκανε για την εκστρατεία κατά της Καρχηδόνας.
Έτσι το υπερσύγχρονο της εποχής εκείνης όπλο διαδόθηκε ταχύτατα σε όλες τις αρχαίες πόλεις - κράτη που εφοδιάζονταν με αυτό και τα οποία επιμελώς διατηρούσαν σε ειδικές αποθήκες. Μάλιστα σε πολλές πόλεις που έδιναν ιδιαίτερη σημασία στη στρατιωτική εκπαίδευση των νέων δημιούργησαν ειδικό αγώνισμα τη λεγόμενη καταπελταφεσία όπου στους νικητές "καταπελταφέτες" δίνονταν μεγάλες αμοιβές.
Τον ίδιο στρατιωτικό εξοπλισμό ακολούθησαν και άλλοι λαοί όπως οι Καρχηδόνιοι, οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι. Έτσι με την εξάπλωση άρχισαν να κατασκευάζονται διάφορες παραλλαγές του αρχικού καταπέλτη προκειμένου να καλύψουν επιμέρους ιδιαίτερες ανάγκες λαμβάνοντας ονομασίες περισσότερο από την όψη που παρουσίαζαν αυτές και των οποίων όμως η αρχή λειτουργίας των παρέμενε η ίδια. Τέτοιες παραλλαγές ήταν ο σκορπιός, η χελώνα, ο κριός, ο όναγρος κ.λπ.
Από τις σωζόμενες περιγραφές δεν παρέχεται πλήρης γνώση του τρόπου λειτουργίας του καταπέλτη. Στις αρχές του 1900 προσπάθησαν Γάλλοι και Γερμανοί στρατιωτικοί μηχανικοί να κατασκευάσουν ομοιώματα των καταπελτών πλην όμως δεν κατάφεραν να πετύχουν την απόσταση βολής (βεληνεκές) των αρχαίων μηχανών παρόλο ότι χρησιμοποίησαν βέλη μήκους 0,88 μ. και όχι ακόντια, φθάνοντας μόλις τα 375 μέτρα έναντι των αρχαίων που έφθαναν τα 750 μέτρα.
Η βλητική ισχύς του καταπέλτη επιτυγχάνονταν με την κάμψη των βραχιόνων του τόξου και δια της χορδής αυτού. Η χορδή που λέγονταν τόνος κατασκευάζονταν είτε από τρίχες (αλόγων, ή γυναικών), είτε από τένοντες ισχυρών ζώων (βοδιών) κατάλληλα κατεργασμένοι. Το πάχος του τόνου αποτελούσε τον «κανόνα» ή τον «εμβάτη» (τη βάση) υπολογισμού της κατασκευής των διαφόρων μερών του καταπέλτη. Στην εξέλιξη του καταπέλτη η βλητική ισχύς του ενισχύθηκε από μεταλλικά ελατήρια «χαλκέτονα» ή «χαλκότονα» ή με πεπιεσμένο αέρα τα λεγόμενα «αερότονα».
Βασικά οι καταπέλτες διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες κατασκευαστικές στους λεγόμενους «ευθύτονους» και στους «παλίντονους».
Ευθύτονοι καταπέλτες λέγονταν εκείνοι των οποίων οι βραχίονες του τόξου ήταν στραμμένοι προς την πλευρά του βάλλοντος.
Παλίντονοι καταπέλτες λέγονταν εκείνοι των οποίων οι βραχίονες του τόξου ήταν στραμμένοι, αντίθετα των προηγουμένων, δηλαδή προς τον στόχο.
Επίσης το βάρος των καταπελτών ήταν από 40 μέχρι 300 κιλά, και εξ αυτού διακρίνονταν σε "μείζονες καταπέλτες" και σε "ελάσσονες καταπέλτες".
Οι μείζονες καταπέλτες ήταν καθεαυτού πολιορκητικές μηχανές και χρησιμοποιούνταν μόνο από τους πολιορκητές. Οι ελάσσονες καταπέλτες ήταν μικρότερου μεγέθους και χρησιμοποιούνταν περισσότερο από τα τείχη ως αμυντικές μηχανές, ή επιθετικές από τα καταστρώματα των πολεμικών πλοίων.
Τον ίδιο στρατιωτικό εξοπλισμό ακολούθησαν και άλλοι λαοί όπως οι Καρχηδόνιοι, οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι. Έτσι με την εξάπλωση άρχισαν να κατασκευάζονται διάφορες παραλλαγές του αρχικού καταπέλτη προκειμένου να καλύψουν επιμέρους ιδιαίτερες ανάγκες λαμβάνοντας ονομασίες περισσότερο από την όψη που παρουσίαζαν αυτές και των οποίων όμως η αρχή λειτουργίας των παρέμενε η ίδια. Τέτοιες παραλλαγές ήταν ο σκορπιός, η χελώνα, ο κριός, ο όναγρος κ.λπ.
Από τις σωζόμενες περιγραφές δεν παρέχεται πλήρης γνώση του τρόπου λειτουργίας του καταπέλτη. Στις αρχές του 1900 προσπάθησαν Γάλλοι και Γερμανοί στρατιωτικοί μηχανικοί να κατασκευάσουν ομοιώματα των καταπελτών πλην όμως δεν κατάφεραν να πετύχουν την απόσταση βολής (βεληνεκές) των αρχαίων μηχανών παρόλο ότι χρησιμοποίησαν βέλη μήκους 0,88 μ. και όχι ακόντια, φθάνοντας μόλις τα 375 μέτρα έναντι των αρχαίων που έφθαναν τα 750 μέτρα.
Βασικά οι καταπέλτες διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες κατασκευαστικές στους λεγόμενους «ευθύτονους» και στους «παλίντονους».
Ευθύτονοι καταπέλτες λέγονταν εκείνοι των οποίων οι βραχίονες του τόξου ήταν στραμμένοι προς την πλευρά του βάλλοντος.
Παλίντονοι καταπέλτες λέγονταν εκείνοι των οποίων οι βραχίονες του τόξου ήταν στραμμένοι, αντίθετα των προηγουμένων, δηλαδή προς τον στόχο.
Επίσης το βάρος των καταπελτών ήταν από 40 μέχρι 300 κιλά, και εξ αυτού διακρίνονταν σε "μείζονες καταπέλτες" και σε "ελάσσονες καταπέλτες".
Οι μείζονες καταπέλτες ήταν καθεαυτού πολιορκητικές μηχανές και χρησιμοποιούνταν μόνο από τους πολιορκητές. Οι ελάσσονες καταπέλτες ήταν μικρότερου μεγέθους και χρησιμοποιούνταν περισσότερο από τα τείχη ως αμυντικές μηχανές, ή επιθετικές από τα καταστρώματα των πολεμικών πλοίων.
MyPhotoPics