Ήταν ένας γεωργός που αγαπούσε πολύ τις ελιές του, αλλά πιο πολύ μια ελιά, μια μικρούλα ελιά που του θύμιζε την πρώτη του αγάπη, κοντή και στρουμπουλή. Της είχε φτιάξει ένα λευκό περιδέραιο με πέτρες, είχε μια παλιά πολυθρόνα από κάτω, καθότανε τα βράδια και κουβέντιαζε τις αναμνήσεις και τα όνειρά του.
Η ελιά για πρώτη χρονιά φορτώθηκε καρπούς. Κάθε
μέρα γινόταν και πιο όμορφη. Ένα πρωϊνό του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά γύρω της και άρχισε να την ραβδίζει. Πάνε οι ελιές, πάνε τα φύλλα, πάει η ομορφιά.
Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε:
Τότε ακούει μια μαργαρίτα από κάτω να της λέει …
-Τον άνθρωπο μην τον παρεξηγείς.
Είναι ο μόνος …είναι ο μόνος, που δεν ξέρει την αγάπη. Κοίταξε έμενα, μια ζωή με μαδάει για να μάθει…!
-Τον άνθρωπο μην τον παρεξηγείς.
Είναι ο μόνος …είναι ο μόνος, που δεν ξέρει την αγάπη. Κοίταξε έμενα, μια ζωή με μαδάει για να μάθει…!
ΜyPhotoPics